- πολλαπλασιαστικός
- -ή, -ό, Ν 1. ο κατάλληλος ή αυτός που χρησιμεύει στο να πολλαπλασιάζει2. φρ. α) «πολλαπλασιαστικά αριθμητικά» ή, απλώς, «πολλαπλασιαστικά» — τα αριθμητικά που λήγουν σε -πλος, -πλους και δηλώνουν πόσες φορές επαναλαμβάνεται κάτι ή από πόσα μέρη αποτελείται, π.χ. το πολλαπλασιαστικό αριθμητικό του δύο είναι διπλός (διπλούς)β) «πολλαπλασιαστική μονάδα»βιολ. η μορφή ή το τμήμα ενός οργανισμού ή ενός ιού με το οποίο αυτός διασπείρεται ή αναπαράγεται.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολλαπλασιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.